- τιγκρίνια
- και τιγκράι, η, Νσημιτική γλώσσα τής πολιτιστικής ομάδας τών νότιων Τιγκρέ η οποία προέρχεται από την γκίεζ, την αρχαία γλώσσα τής Αιθιοπίας και έχει στενές σχέσεις με τη γλώσσα Τιγκρέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιγκράι — η, Ν βλ. τιγκρίνια … Dictionary of Greek